προσκολλητός

προσκολλητός
και προσκολλατός, -όν, Α [προσκολλῶ]
1. προσκολλημένος
2. (για μικρό κτήριο) προσαρτημένος στο κύριο οικοδόμημα («τὸ ἐποίκιον τὸ κτιζόμενον προσκολλατόν», πάπ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσκολλητός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκολλος — ον, Α προσκολλητός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. παρά κολλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”